όγδοο

όγδοο
το (Α ὄγδοον)
βλ. όγδοος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • όγδοος — η, ο, θηλ. και όη (ΑΜ ὄγδοος, όη, ον, Α θηλ. και ὀγδοίη, Α συνηρ. τ. αρσ. ὄγδος) (τακτικό αριθμτ.) αυτός που σε μια αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό οκτώ («όγδοο έτος») νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ογδόη α) η όγδοη βαθμίδα στις επτάφθογγες… …   Dictionary of Greek

  • επόγδοος — ἐπόγδοος, ον (AM) 1. αυτός που αποτελείται από μια ακέραιη μονάδα και ένα όγδοο 2. (για τόκο) αυτός που αντιστοιχεί στο όγδοο τού κεφαλαίου μσν. μουσ. μείζων τόνος …   Dictionary of Greek

  • Αύγουστος — Τίτλος που δόθηκε από τη Σύγκλητο της Ρώμης το 27 π.Χ. στον Ιούλιο Καίσαρα Οκταβιανό, όταν νίκησε τον Αντώνιο και έμεινε μόνος κύριος της αρχής στη Ρώμη. Η λέξη σημαίνει στα λατινικά σεβαστός. Οι επόμενοι αυτοκράτορες διατήρησαν τον τίτλο ως… …   Dictionary of Greek

  • Η η — ήτα (Α ἦτα) 1. το όγδοο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου 2. ως αριθμητ. η΄ =8 ή 8ος, ῃ=8.000 ή 8.000ός νεοελλ. μσν. 1. με το Η δηλώνεται η έβδομη ραψωδία τής Ιλιάδας και με το η η έβδομη ραψωδία τής Οδύσσειας νεοελλ. 1. φυσ. Η σύμβολο μονάδας… …   Dictionary of Greek

  • αποβολή — Η απόρριψη, η απώλεια, το χάσιμο· η άμβλωση, ο πρόωρος τοκετός. Α. λέγεται επίσης η απαγόρευση φοίτησης μαθητή σε σχολείο και ενέχει τον χαρακτήρα πειθαρχικής τιμωρίας. Η α. αυτή μπορεί να είναι προσωρινή ή οριστική. Α. επιβάλλεται και από τις… …   Dictionary of Greek

  • γαλόνι — Μονάδα όγκου ή χωρητικότητας στο αγγλοσαξονικό μετρικό σύστημα. Χρησιμοποιείται στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, κυρίως για τη μέτρηση του όγκου των υγρών σωμάτων. Το αγγλικό γ. είναι ίσο με 4,54596 λίτρα και το αμερικάνικο γ. ισούται με …   Dictionary of Greek

  • ελαφίδες — (cervidae). Οικογένεια μηρυκαστικών θηλαστικών που αριθμεί τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Τα περισσότερα αρσενικά της πρώτης έχουν στο μέτωπο οστεώδη, συμπαγή κέρατα, που ανανεώνονται κάθε χρόνο.… …   Dictionary of Greek

  • ημιτέταρτον — ἡμιτέταρτον, τὸ (Α) (επιγρ. και πάπ.) 1. μικρό μολύβδινο βαρίδι που αντιστοιχούσε με το όγδοο τής μνας 2. τα τρία τέταρτα ενός πράγματος …   Dictionary of Greek

  • θήτα — το (Α θῆτα) (άκλιτο αλλά στον Δημόκρ. γεν. θήτατος και επιγρ. πληθ. θήτατες) το ένατο γράμμα τού αρχαίου και το όγδοο τού νέου ελληνικού αλφαβήτου αρχ. ως κύριο όν. Θῆτα όν. τού Αισώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικής προέλευσης (πρβλ. εβρ. teth). Βλ. και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”